ἑτερόγνης

ἑτερόγνης
ἑτερόγνης
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ετερόγνης — ἑτερόγνης, ὁ (Α) ο ετερογενής, ο αλλοεθνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γν ης, που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα γν τής ρίζας γεν τού γίγνομαι (πρβλ. ί γνης)] …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”